- εξαγωγευς
- ἐξαγωγεύςἐξ-ᾰγωγεύς-έως ὅ совершающий вывод, выводящий
(τὰς φρουράς Diod.; οἱ βασιλεῖς, sc. τῶν μελιττῶν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰς φρουράς Diod.; οἱ βασιλεῖς, sc. τῶν μελιττῶν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐξαγωγεῖς — ἐξαγωγεύς one who leads out masc acc pl ἐξαγωγεύς one who leads out masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγωγῆς — ἐξαγωγεύς one who leads out masc nom pl ἐξαγωγεύς one who leads out masc nom/voc pl ἐξαγωγή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγωγέων — ἐξαγωγεύς one who leads out masc gen pl ἐξαγωγέω̆ν , ἐξαγωγεύς one who leads out masc gen pl ἐξαγωγή fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγωγῆι — ἐξαγωγεύς one who leads out masc dat sg (epic ionic) ἐξαγωγῇ , ἐξαγωγή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγέας — ο (Α ἐξαγωγεύς) [εξάγω] νεοελλ. 1. αυτός που εξάγει εμπορεύματα από τον τόπο παραγωγής τους στο εξωτερικό («εξαγωγέας σταφίδας») 2. εργαλείο ή μέρος εργαλείου που χρησιμεύει για εξαγωγή αρχ. αυτός που οδηγεί προς τα έξω (για τον επικεφαλής… … Dictionary of Greek
μελιτοεξαγωγέας — ο ειδικό κυλινδρικό μηχάνημα με το οποίο επιτυγχάνεται η εξαγωγή τού μελιού από τις κηρήθρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + εξαγωγεύς] … Dictionary of Greek
προσαγωγέας — ο / προσαγωγεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. μουσ. η έβδομη βαθμίδα στο τονικό σύστημα τής ευρωπαϊκής μουσικής που προετοιμάζει την υποδοχή τής τονικής, τής όγδοης βαθμίδας αρχ. 1. αυτός που φέρνει, που παρουσιάζει κάποιον σε κάποιον άλλο 2. μτφ. (για τον… … Dictionary of Greek
ἐξαγωγῇ — ἐξαγωγῆι , ἐξαγωγεύς one who leads out masc dat sg (epic ionic) ἐξαγωγή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)